περιουσία

περιουσία
περιουσί-α, , (περίειμι (εἰμί
A sum)) that which is over and above, surplus, abundance,

ἐρίων Ar.Nu.50

;

νεῶν Th.3.13

;

χρημάτων Id.1.2

, 2.13 ; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης π. Pl.Grg.487e;

τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας D.19.55

; ἂν . . μοι π. ᾖ τοῦ ὕδατος, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.
2 residuum, Hp.Cord.11.
II abs., net gain, profit,

ἀπὸ παντὸς π. ποιεῖσθαι Pl.R.554a

; οὐ γὰρ εἰς π. ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως so as to bring them advantage, D.3.26
; τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα καὶ π. Id.21.159, cf. Plb.4.21.1 ;

στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382

: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ π. out of the abundance (of their store), Pl.Tht.154e, etc.;

ἐκ π. χρῆσθαι D.S.20.59

; ἐκ π. ζῆν to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ π. κατηγορεῖν τινος at an advantage, D.18.3 ; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς π. J.BJ1.2.5 ; τὰ ἐκ π. superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.
2 superiority of numbers or force, Th.5.71 ; τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε . . D.S.4.12;

π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23

.
III survival, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; what is its chance of being saved? D. 19.79.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσία — η το σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας …   Dictionary of Greek

  • περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”